μικροφωνικός

μικροφωνικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μικρόφωνο
2. φρ. α) «μικροφωνικό ρεύμα»
(ηλεκτρον.) ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται ή διαμορφώνεται από ένα μικρόφωνο
β) «μικροφωνικό φαινόμενο» — το φαινόμενο Λάρσεν, αλλ. μικροφωνισμός.
επίρρ...
μικροφωνικώς και -ά
με μικροφωνικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microphonique (βλ. μικρ[ο]-). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”